Ὀρειβάσιος

Ὀρειβάσιος
Ὀρειβάσιος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ορειβάσιος ή Οριβάσιος — (325 – 403 μ.Χ.). Έλληνας γιατρός και συγγραφέας. Καταγόταν από την Πέργαμο και σπούδασε ιατρική στην Αλεξάνδρεια κοντά στον Ζήνωνα τον Κύπριο. Ήταν προσωπικός γιατρός του Ιουλιανού, τον οποίο συνόδευσε στην εκστρατεία του στη Γαλατία (355) και… …   Dictionary of Greek

  • Ὀρειβασίοιο — Ὀρειβάσιος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρειβασίου — Ὀρειβάσιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρειβασίῳ — Ὀρειβάσιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρειβάσιον — Ὀρειβάσιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Oribasius — The Plinthios Brokhos as described by Greek physician Heraklas, a sling for the binding of fractured jaws. Preserved in republication by Oribasius. Oribasius or Oreibasius (Greek: Ὀρειβάσιος) (c. 320–400) was a Greek medical writer and the… …   Wikipedia

  • ОРИБАСИЙ —    • Oribasius,          Όρειβάσιος, ученый и знаменитый врач из Пергама или Сард, ученик Зенона Кипрского, лейб медик императора Юлиана Отступника, который высоко ценил его советы не только по делам медицины, но и в других вопросах. Близкие… …   Реальный словарь классических древностей

  • Орибасий — или Орибазий (греч. Ορειβάσιος) (c. 320 400)  византийский медик и личный врач римского императора Юлиана. Родом из Пергама. Учился в Александрии у Зенона Кипрского[1], затем присоединился к свите Юлиана; сопровождал его во время службы в… …   Википедия

  • αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… …   Dictionary of Greek

  • Οριβάσιος — Γιατρός από την Πέργαμο. Βλ. λ. Ορειβάσιος ή Οριβάσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”